- ιθύφαλλος
- Ομοίωμα του ανδρικού γεννητικού μορίου, που έφεραν οι θιασώτες στα Μεγάλα Διονύσια ως σύμβολο της γονιμότητας και της αναπαραγωγής και ως ευχή για τον πολλαπλασιασμό των κατοίκων της πόλης. Στη γιορτή των Θεσμοφορίων, κατά την τέλεση δημόσιων θυσιών, έριχναν σε βάραθρο ή σε άδυτο (προς τιμήν του καλούμενου Ευβουλέα Διονύσου) ι. από ψημένη ζύμη.
Την ίδια ονομασία είχαν και τα ποιήματα που τραγουδούσαν στην πομπή των φαλλών καθώς και στα σατυρικά δράματα και στις κωμωδίες. Ι. ονομάζονταν και όσοι μετείχαν στην πομπή των φαλλών, ενώ μεταφορικά η λέξη σημαίνει τον λάγνο άντρα.
* * *ὁ (Α ιθύφαλλος)σηκωμένο πέος, ομοίωμα τεντωμένου πέους, το οποίο χρησιμοποιούσαν σε βακχικές γιορτέςαρχ.1. το άσμα και ο χορός τών μετεχόντων στην πομπή προς τιμήν τού Διονύσου2. ο χορευτής που μετείχε σε βακχική γιορτή3. επίθετο τού Πριάπου4. λάγνος, ασελγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + φαλλός].
Dictionary of Greek. 2013.